- μακραίνω
- και μακρύνω (Α μακρύνω, Μ μακραίνω) [μάκρος]1. δίνω σε κάτι έκταση ή διάρκεια, παρατείνω (α. «πολύ τή μάκρυνες την περιγραφή» β. «οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν», ΠΔ)2. θέτω μακριά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, απομακρύνω, απωθώ, αποσύρω, αποτραβώ («ἐμάκρυνας τοὺς γνωστούς μου ἀπ' ἐμοῡ, ἔθεντό με βδέλυγμα ἑαυτοῑς», ΚΔ)3. (ενεργ. και μέσ.) απομακρύνομαι, ξεμακραίνω από κάπου (α. «απ' το λείψανον αυτό ας μακραίνουνε οι προδότες κι απ' τα λόγια οπού θα πω», Σολωμ.β. «προσήγγισαν οἱ καταδιώκοντές με ἀνομίᾳ, ἀπὸ δὲ τοῡ νόμου σου ἐμακρύνθησαν», ΠΔ)νεοελλ.-μσν.1. κάνω κάτι μακρύ ή μακρύτερο, επιμηκύνω («πολύ μού τό μάκρυνες το παντελόνι»)2. γίνομαι μακρύς, μακρύτερος, αναπτύσσομαι, ψηλώνω («μακρύνανε τα μαλλιά σου»)3. παρατείνομαι, χρονίζω, τραβώ σε μάκρος («η υπόθεση μακραίνει πολύ»)4. αποχωρίζω («ο χάρος από λόγου σας μόνο να με μακρύνει», Ερωτόκρ.)5. μακρηγορώ, πολυλογώ6. καθυστερώ, αργώ7. φρ. «μακραίνουν οι μέρες μου» ή «μακραίνω (ἡ)μέρες» — ζω πολύ καιρό, παρατείνω τη ζωή μου, μακροημερεύωμσν.(σχετικά με κοντάρι) θέτω κατά μήκος, προτείνωαρχ.1. απορρίπτω («σὺ δέ, κύριε, μὴ μακρύνῃς τὴν βοήθειάν μου εἰς τὴν ἀντίληψίν μου πρόσχες», ΚΔ)2. γραμμ. εκτείνω μια συλλαβή ώστε να γίνει μακρά3. είμαι μακριά, απέχω.
Dictionary of Greek. 2013.